αναρτώ — αναρτώ, ανάρτησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναρτώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κρεμώ: Στους τοίχους του μαγαζιού είχε αναρτημένες λιθογραφίες με σκηνές από τον πόλεμο του 1912 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
προεξαρτώ — άω, Α αναρτώ, κρεμώ κάτι μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαρτῶ «αναρτώ, κρεμώ»] … Dictionary of Greek
προσαναρτώ — άω, Α 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι ακόμη 2. παθ. προσαναρτῶμαι, άομαι συνάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ἀναρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραναρτώ — άω, Μ [ἀναρτῶ] αναρτώ, κρεμώ κάτι πάνω από κάτι άλλο … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση … Dictionary of Greek
αναδεσμώ — ἀναδεσμῶ ( έω) (Μ) δένω προς τα επάνω, αναρτώ, κρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δεσμῶ] … Dictionary of Greek
ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… … Dictionary of Greek